βυκανιστής

βυκανιστής
βῡκᾰν-ιστής, οῦ, ,
A = βυκανητής, Plb.30.22.11, D.H.4.18.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βυκανιστής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυκανισταῖς — βυκανιστής masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυκανισταί — βυκανιστής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυκανιστῶν — βυκανιστής masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυκανητής — και βυκανιστής, ο (AM βυκανητής και βυκανιστής) ο σαλπιγκτής νεοελλ. ο μυς που αποτελεί το υπόστρωμα της παρειάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βυκανητής < βυκανώ, ενώ ο τ. βυκανιστής φαίνεται ως παράγωγο ενός ρ. βυκανίζω «σαλπίζω», το οποίο όμως μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • βυκανιστάς — βυκανιστά̱ς , βυκανιστής masc acc pl βυκανιστά̱ς , βυκανιστής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”